ταυτοπροσωπία

ταυτοπροσωπία
η
συντακτικό φαινόμενο στην αρχαία ελληνική, όπου το ρήμα της πρότασης και το απαρέμφατο που εξαρτιέται απ' αυτό έχουν το ίδιο υποκείμενο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταυτοπροσωπία — η, Ν γραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο τού ρήματος είναι υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτό β) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοπρόσωπος — η, ο, Ν (για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”